- περιλεσχήνευτος
- -ον, Ααυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιλεσχήνευτος — talked of in every club masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιλεσχήνευτον — περιλεσχήνευτος talked of in every club masc/fem acc sg περιλεσχήνευτος talked of in every club neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)